φιλοδασικός

φιλοδασικός
φιλοδασικός, -ή, -ό και φιλόδασος, -η, -ο
αυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τα δάση, που αποβλέπει στην προστασία των δασών: Η φιλοδασική πολιτική του υπουργείου Γεωργίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοδασικός — ή, ό, Ν αυτός που αγαπά και προστατεύει τα δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δασικός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”