- φιλοδασικός
- φιλοδασικός, -ή, -ό και φιλόδασος, -η, -οαυτός που αναφέρεται ή οφείλεται στην αγάπη προς τα δάση, που αποβλέπει στην προστασία των δασών: Η φιλοδασική πολιτική του υπουργείου Γεωργίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.